- πουρός
- -ή, -ό, Ν [πουρί](με υβριστική σημ.)1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος2. το ουδ. ως ουσ. το πουρόο παλιόγερος ή η παλιόγρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πούρος — (I) ὁ, Α βλ. πῶρος. (II) α, ο, Ν αμιγής, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puro «καθαρός» < λατ. purus «καθαρός»] … Dictionary of Greek
πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek